Græsk

Substantiv

πιρούνι intetkøn (flertal πιρούνια)

  1. gaffel

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ το πιρούνι τα πιρούνια
Genitiv του πιρουνιού των πιρουνιών
Akkusativ το πιρούνι τα πιρούνια
Vokativ πιρούνι πιρούνια