σεισμογράφος

Græsk

Substantiv

σεισμογράφος hankøn

  1. seismograf

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ ο σεισμογράφος οι σεισμογράφοι
Genitiv του σεισμογράφου των σεισμογράφων
Akkusativ το(ν) σεισμογράφο τους σεισμογράφους
Vokativ σεισμογράφε σεισμογράφοι

Kilder