Græsk

Græsk Wikipedia har en artikel om:

Substantiv

ανανάς hankøn

  1. ananas

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ ο ανανάς οι ανανάδες
Genitiv του ανανά των ανανάδων
Akkusativ το(ν) ανανά τους ανανάδες
Vokativ ανανά ανανάδες