Græsk

Substantiv

μπιζέλι intetkøn

  1. ært

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ το μπιζέλι τα μπιζέλια
Genitiv του μπιζελιού των μπιζελιών
Akkusativ το μπιζέλι τα μπιζέλια
Vokativ μπιζέλι μπιζέλια