Græsk

Substantiv

αέριο

  1. gas
  2. luftart

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ το αέριο τα αέρια
Genitiv του αερίου των αερίων
Akkusativ το αέριο τα αέρια
Vokativ αέριο αέρια