αντωνυμία
Græsk
Etymologi
Substantiv
αντωνυμία hunkøn
Bøjning
Kasus | Ental | Flertal |
---|---|---|
Nominativ | η αντωνυμία | οι αντωνυμίες |
Genitiv | της αντωνυμίας | των αντωνυμιών |
Akkusativ | τη(ν) αντωνυμία | τισ αντωνυμίες |
Vokativ | αντωνυμία | αντωνυμίες |
Kilder
- „αντωνυμία“ i Dictionary of Standard Modern Greek