αξιωματικός
Græsk
Substantiv
αξιωματικός hankøn
Bøjning
Kasus | Ental | Flertal |
---|---|---|
Nominativ | ο αξιωματικός | οι αξιωματικοί |
Genitiv | του αξιωματικού | των αξιωματικών |
Akkusativ | το(ν) αξιωματικό | τους αξιωματικούς |
Vokativ | αξιωματικέ | αξιωματικοί |
Se også
Skakbrikker på færøsk | |||||
---|---|---|---|---|---|
πιόνι | ίππος | αξιωματικός | πύργος | βασίλισσα | βασιλιάς |
Kilder
- „αξιωματικός“ i Dictionary of Standard Modern Greek