αυτοκίνητο
Græsk
Udtale
Substantiv
αυτοκίνητο intetkøn (flertal αυτοκίνητα)
Bøjning
Kasus | Ental | Flertal |
---|---|---|
Nominativ | το αυτοκίνητο | τα αυτοκίνητα |
Genitiv | του αυτοκινήτου | των αυτοκινήτων |
Akkusativ | το αυτοκίνητο | τα αυτοκίνητα |
Vokativ | αυτοκίνητο | αυτοκίνητα |