Hjem
Tilfældig
Log på
Indstillinger
Donation
Om Wiktionary
Forbehold
Søg
ετυμολογία
Sprog
Overvåg
Redigér
Græsk
Substantiv
ετυμολογία
etymologi
Bøjning
Kasus
Ental
Flertal
Nominativ
η ετυμολογία
οι ετυμολογίες
Genitiv
της ετυμολογίας
των ετυμολογιών
Akkusativ
τη(ν) ετυμολογία
τισ ετυμολογίες
Vokativ
ετυμολογία
ετυμολογίες