Græsk

Græsk Wikipedia har en artikel om:

Etymologi

Fra ιστίο ‎(sejl) +‎ -φόρος ‎(bærer).

Substantiv

ιστιοφόρο intetkøn

  1. sejlskib

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ το ιστιοφόρο τα ιστιοφόρα
Genitiv του ιστιοφόρου των ιστιοφόρων
Akkusativ το ιστιοφόρο τα ιστιοφόρα
Vokativ ιστιοφόρο ιστιοφόρα


Kilder