Græsk

Etymologi

Fra fransk canapé (sofa)

Substantiv

καναπές hankøn

  1. sofa

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ ο καναπές οι καναπέδες
Genitiv του καναπέ των καναπέδων
Akkusativ το(ν) καναπέ τους καναπέδες
Vokativ καναπέ καναπ έδες

Kilder