Græsk

Udtale

Substantiv

κείμενο (keímeno) intetkøn (flertal κείμενα)

  1. tekst

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ το κείμενο τα κείμενα
Genitiv του κειμένου των κειμένων
Akkusativ το κείμενο τα κείμενα
Vokativ κείμενο κείμενα

Kilder