Græsk

Substantiv

κύμα intetkøn

  1. bølge

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ το κύμα τα κύματα
Genitiv του κύματος των κυμάτων
Akkusativ το κύμα τα κύματα
Vokativ κύμα κύματα