Græsk

Substantiv

λαιμός hankøn (flertal λαιμοί)

  1. hals

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ ο λαιμός οι λαιμοί
Genitiv του λαιμού των λαιμών
Akkusativ το(ν) λαιμό τους λαιμούς
Vokativ λαιμέ λαιμοί