Hjem
Tilfældig
Log på
Indstillinger
Donation
Om Wiktionary
Forbehold
Søg
μανόμετρο
Sprog
Overvåg
Redigér
Græsk
Substantiv
μανόμετρο
intetkøn
manometer
Bøjning
Kasus
Ental
Flertal
Nominativ
το μανόμετρο
τα μανόμετρα
Genitiv
του μανομέτρου
των μανομέτρων
Akkusativ
το μανόμετρο
τα μανόμετρα
Vokativ
μανόμετρο
μανόμετρα