Græsk

Substantiv

μανόμετρο intetkøn

  1. manometer

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ το μανόμετρο τα μανόμετρα
Genitiv του μανομέτρου των μανομέτρων
Akkusativ το μανόμετρο τα μανόμετρα
Vokativ μανόμετρο μανόμετρα