Græsk

Substantiv

μηλιά hunkøn (flertal μηλιές)

  1. æbletræ

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ η μηλιά οι μηλιές
Genitiv της μηλιάς των μηλιών
Akkusativ τη(ν) μηλιά τισ μηλιές
Vokativ μηλιά μηλιές