μικροτσικνιάς
Græsk
Etymologi
Substantiv
μικροτσικνιάς hankøn
Synonymer
Bøjning
Kasus | Ental | Flertal |
---|---|---|
Nominativ | ο μικροτσικνιάς | οι μικροτσικνιάδες |
Genitiv | του μικροτσικνιά | των μικροτσικνιάδων |
Akkusativ | το(ν) μικροτσικνιά | τους μικροτσικνιάδες |
Vokativ | μικροτσικνιά | μικροτσικνιάδες |