Græsk

Etymologi

Fra oldgræsk οἴδημα.

Substantiv

οίδημα intetkøn

  1. ødem

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ το οίδημα τα οιδήματα
Genitiv του οιδήματος των οιδημάτων
Akkusativ το οίδημα τα οιδήματα
Vokativ οίδημα οιδήματα


Kilder