Græsk

Substantiv

πλοίο intetkøn (flertal πλοία)

  1. skib

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ το πλοίο τα πλοία
Genitiv του πλοίου των πλοίων
Akkusativ το πλοίο τα πλοία
Vokativ πλοίο πλοία