Græsk

Substantiv

ρουθούνι intetkøn

  1. næsebor

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ το ρουθούνι τα ρουθούνια
Genitiv του ρουθουνιού των ρουθουνιών
Akkusativ το ρουθούνι τα ρουθούνια
Vokativ ρουθούνι ρουθούνια


Kilder