Græsk

Substantiv

σκορπιός hankøn

  1. skorpion

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ ο σκορπιός οι σκορπιοί
Genitiv του σκορπιού των σκορπιών
Akkusativ το(ν) σκορπιό τους σκορπιούς
Vokativ σκορπιέ σκορπιοί


Kilder