Græsk

Substantiv

σταφύλι intetkøn

  1. drue

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ το σταφύλι τα σταφύλια
Genitiv του σταφυλιού των σταφυλιών
Akkusativ το σταφύλι τα σταφύλια
Vokativ σταφύλι σταφύλια


Kilder