υδροκρίτης

Græsk

Substantiv

υδροκρίτης hankøn

  1. vandskel

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ ο υδροκρίτης οι υδροκρίτες
Genitiv του υδροκρίτη των υδροκριτών
Akkusativ το(ν) υδροκρίτη τους υδροκρίτες
Vokativ υδροκρίτη υδροκρίτες