Hjem
Tilfældig
Log på
Indstillinger
Donation
Om Wiktionary
Forbehold
Søg
Skabelon
:
el-tegnsætning
Sprog
Overvåg
Redigér
(
.
)
τελεία
(
,
)
κόμμα
,
υποδιαστολή
(
:
)
άνω και κάτω τελεία
(
·
)
άνω τελεία
(
;
)
ερωτηματικό
(
!
)
θαυμαστικό
(
«
»
)
εισαγωγικά
(
"
) (
“
) (
”
)
εισαγωγικά
(
'
) (
‘
) (
’
)
εισαγωγικά
(
'
) (
’
)
απόστροφος
(
¨
)
διαλυτικά
(
΄
)
τόνος
(
-
)
ενωτικό
(
‒
)
παύλα
(
…
)
αποσιωπητικά
(
(
) (
)
)
παρένθεση
(
[
) (
]
)
αγκύλη
(
{
) (
}
)
άγκιστρο