Græsk

Etymologi

Fra αετός hankøn ('ørn')

Substantiv

αλιάετος hankøn

  1. fiskeørn

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ ο αλιάετος οι αλιάετοι
Genitiv του αλιάετου των αλιάετων
Akkusativ το(ν) αλιάετο τους αλιάετους
Vokativ αλιάετε αλιάετοι

Kilder