αστράγαλος

Græsk

Etymologi

Fra oldgræsk ἀστράγαλος.

Substantiv

αστράγαλος hankøn

  1. ankel
  2. kno

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ ο αστράγαλος οι αστράγαλοι
Genitiv του αστραγάλου των αστραγάλων
Akkusativ το(ν) αστράγαλο τους αστραγάλους
Vokativ αστράγαλε αστράγαλοι


Beslægtede ord og fraser

Kilder