Græsk

Substantiv

πιάτο intetkøn (flertal πιάτα)

  1. tallerken

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ το πιάτο τα πιάτα
Genitiv του πιάτου των πιάτων
Akkusativ το πιάτο τα πιάτα
Vokativ πιάτο πιάτα