Græsk

Substantiv

ψαράς hankøn (flertal ψαράδες)

  1. fisker

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ ο ψαράς οι ψαράδες
Genitiv του ψαρά των ψαράδων
Akkusativ το(ν) ψαρά τους ψαράδες
Vokativ ψαρά ψαράδες