Græsk

Substantiv

όνομα intetkøn

  1. navn
    το όνομα μου είναι … (mit navn er …)
  2. substantiv

Bøjning

Kasus Ental Flertal
Nominativ όνομα ονόματα
Genitiv ονόματος ονομάτων
Akkusativ όνομα ονόματα
Vokativ όνομα ονόματα